- περιστρατοπεδεύσαντος
- περιστρατοπεδεύομαιaor part act masc/neut gen sgπεριστρατοπεδεύωencamp aboutaor part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.